- κλυδάττομαι
- κλῠδ-άττομαι,A = κλυδωνίζομαι, D.L.5.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλυδάττομαι — (Α) κλυδωνίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κλυδάζομαι] … Dictionary of Greek